κάγκελ(λ)οι

κάγκελ(λ)οι
κάγκελ(λ)οι, (-ος)
Grammatical information: m. pl.
Meaning: `barrier, starting gate' (pap., inscr., Rom. empire; sch.), also as measure (μέτρῳ τῳ̃ καγκέλλῳ etc.) in pap.
Other forms: -ον n.
Derivatives: καγκελ(λ)ωτή `provided with lattice' (διαβάθρα, θύρα; pap., sch.)
Origin: LW [a loanword which is (probably) not of Pre-Greek origin] Lat.
Etymology: From Lat. cancellī pl. `id.' (since Cic.); thus καγκελλάριος (Lyd. Mag., pap. VIp) = Lat. cancellārius (since IVp).
Page in Frisk: 1,751

Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό). . 2010.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • καγκελ(λ)οειδώς — (Μ) επίρρ. καγκελωτά, σαν κάγκελο. [ΕΤΥΜΟΛ. < *καγκελ(λ)οειδής (< κάγκελ[λ]ον + ειδης)] …   Dictionary of Greek

  • καγκελ(λ)άρης — ο (Μ καγκελ[λ]άρης) καγκελάριος· [ΕΤΥΜΟΛ. < καγκελάριος (πρβλ. Αντώνιος > Αντώνης)] …   Dictionary of Greek

  • κάγκελο — το (AM κάγκελ[λ]ον) 1. ξύλινη ή σιδερένια ράβδος που μαζί με άλλες, τοποθετημένες σε μικρή απόσταση, σχηματίζει φράχτη, η κιγκλίδα, το δρύφακτο* 2. στον πληθ. τα κάγκελα φράχτης, παραπέτο που σχηματίζεται από ξύλινες ή σιδερένιες ράβδους και… …   Dictionary of Greek

  • καγκελάριος — Αξίωμα που πρωτοεμφανίστηκε στους ρωμαϊκούς χρόνους και κατά τον Μεσαίωνα υπήρξε αντίστοιχο του πρωθυπουργού (διατηρείται και σήμερα σε ορισμένες ευρωπαϊκές χώρες όπως η Γερμανία και η Αυστρία) ή του υπουργού Εξωτερικών. Βλ. λ. καγκελαρία. Στη… …   Dictionary of Greek

  • καγκελαρία — Το οίκημα όπου στεγάζονται τα γραφεία ή οι υπηρεσίες που διευθύνει ο καγκελάριος· η γραμματεία ξένης πρεσβείας ή προξενείου· το υπούργημα του καγκελάριου· το υπουργείο Εξωτερικών στα κράτη όπου υπάρχει το αξίωμα του καγκελάριου. Η ύπαρξη κ.… …   Dictionary of Greek

  • καγκελωτός — ή, ό (Α καγκελωτός και καγκελλωτός, ή, όν) [κάγκελ(λ)ον] 1. κατασκευασμένος με κάγκελα, από κάγκελα, κιγκλιδωτός 2. αυτός που μοιάζει με κάγκελο …   Dictionary of Greek

  • καμηλωτή — η 1. το δέρμα τής καμήλας 2. κουβέρτα ή ρούχο που φτιάχνεται από τρίχες καμήλας. [ΕΤΥΜΟΛ. < καμήλα + κατάλ. ωτή, θηλ. τού ωτός (πρβλ. αγκυλ ωτός, καγκελ ωτός)] …   Dictionary of Greek

  • καταστολάριο — καταστολάριος, ὁ (AM) (στους Βυζαντινούς) μίμος γελωτοποιός με ποικιλόχρωμη στολή, είδος παλιάτσου. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατα στολή «περιβολή, ενδυμασία» + κατάλ. άριος (< λατ. arius), πρβλ. καγκελ άριος, ταβλ άριος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”